- τσάκνο
- το, Ν1. ξερό χορτάρι ή ξερό κλαδί, ξερόκλαδο2. κομματάκι ξύλου, ξυλαράκι3. (μτφ.-διαλ.) αδύνατο, ισχνό άτομο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσακ-ίζω, μέσω ενός τ. *τσάκ-ανο (< θ. τσακ- + επίθημα -ανο, πρβλ. έδρ-ανο) με συγκοπή τού -α-. Κατ' άλλη άποψη, η λ. πρέπει να συνδεθεί με τον τ. κάγκανος «καύσιμος, ξηρός», πιθ. μέσω τ. *κάκνα < κάγκανα «ξύλα ξηρά και ελαφρά»].
Dictionary of Greek. 2013.